- κροαίνων
- κροαίνωstamppres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροαίνω — (Α) (μόνο μτχ. ενεστ.) κροαίνων, ουσα, αῑνον 1. (για άλογο) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος («θείη πεδίοιο κροαίνω», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ τη χορδή μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κρούω] … Dictionary of Greek
κυδιώ — κυδιῶ, άω (Α) 1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ 2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. τής μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ … Dictionary of Greek